- τοσουτάριθμος
- -ον, Ατόσο πολυάριθμος («πλῆθος τοσουτάριθμον ἀνθρώπων», Αισχύλ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσοῦτος + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. πολυ-άριθμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοσουτάριθμον — τοσουτάριθμος of so large a number masc/fem acc sg τοσουτάριθμος of so large a number neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)